- παρασχηματίζω
- Α1. (ενεργ. και μεσ.) μετασχηματίζω, μεταμορφώνω, αλλοιώνω το πραγματικό και γνήσιο σχήμα κάποιου («ὁ βασιλεύς... θεὸς ἐν ἀνθρώποις παρεσχημάτισται», Διοτογ. στον Στοβ.)2. γραμμ. (ενεργ. και μεσ.) σχηματίζω μια λέξη από άλλη λέξη με μικρή αλλαγή («παρασχηματίσας τῷ πατρί» — σχηματίσας την λ. πατρίς από την λ. πατήρ, Ιεροκλ.)3. μέσ. μιλώ διεστραμμένα, όχι ορθά4. προβάλλω προφάσεις, προσχήματα.
Dictionary of Greek. 2013.